τριχοτομώ

τριχοτομώ
(ε) μετ. делить на три равные части

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τριχοτομώ" в других словарях:

  • τριχοτομώ — (I) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ διαιρώ σε τρία μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. τρίχα «σε τρία μέρη» + τομῶ (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο τομῶ]. (II) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ αποκόπτω τις τρίχες, αποτριχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + τομῶ (<… …   Dictionary of Greek

  • τριχαστός — ή, όν, Α αυτός που επιδέχεται τριχοτόμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. τρίχα «σε τρία μέρη» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *τριχάζω «τριχοτομώ»] …   Dictionary of Greek

  • τριχοτομία — η, Ν [τριχοτομώ (Ι)] τριχοτόμηση …   Dictionary of Greek

  • τριχοτόμηση — η, Ν [τριχοτομώ (Ι)] 1. διαίρεση σε τρία ίσα μέρη 2. φρ. «τριχοτόμηση γωνίας» μαθημ. η διαίρεση γωνίας σε τρία ίσα μέρη με τη βοήθεια τού κανόνα και τού διαβήτη, πρόβλημα που, όπως διατυπώνεται, είναι άλυτο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»